- κοσμοειδής
- κοσμο-ειδής, ές,A like the celestial globe, Horap.1.10. Adv. -δῶς ib. 59.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμοειδής — ές (Α κοσμοειδής, ές) νεοελλ. φρ. «κοσμοειδή λέπια» ζωολ. λέπια χαρακτηριστικά πρωτόγονων ψαριών, που ανήκουν στους δίπνευστους ή στους κροσσοπτερύγιους ιχθύς, οι οποίοι έχουν πλέον εκλείψει εκτός από τον κοιλάκανθο αρχ. όμοιος με κόσμο, δηλ. με… … Dictionary of Greek
κοσμοειδῆ — κοσμοειδής like the celestial globe neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοσμοειδής like the celestial globe masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοσμοειδής like the celestial globe masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοειδῶς — κοσμοειδής like the celestial globe adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek